- ὑπαλείφει
- ὑπαλείφωlay onpres ind mp 2nd sgὑπαλείφωlay onpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματοπλευρά — η, Ν βιολ. το έξω τμήμα τού μεσοδερμικού κοιλιακού ελάσματος που υπαλείφει το κοίλωμα τού εμβρύου τών σπονδυλοζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatopleure < σώμα, σώματος + πλευρά] … Dictionary of Greek